εὐάγωγα

εὐάγωγα
εὐάγωγος
easily led
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλοπαιδεύω — (Μ) 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοπαιδευμένος και καλοπαιδεμένος, η, ον αυτός που έχει καλή ανατροφή, ευάγωγος 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) καλοπαιδευμένα ευγενικά, ευάγωγα, με σωστό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”